- ῥηγμίς
- ῥηγμί̱ς , ῥηγμίνWiener Sitzb.masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρηγμίς — ῑνος, Α βλ. ῥηγμίν … Dictionary of Greek
ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τελμίς — ῑνος, ὁ, Α 1. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό 2. (κατά τον Ησύχ.) «τελμίς ἡ ἐν τοῑς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τέλμα, με επίθημα ίς, ῖνος, πιθ. αναλογικά προς τον τ. θίς, ινός «ακτή, παραλία» (πρβλ.… … Dictionary of Greek